Ἀγερώχῳ

Ἀγερώχῳ
Ἀγέρωχος
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγερωχώ — ἀγερωχῶ, έω (Μ) [ἀγέρωχος] 1. είμαι υπερήφανος, αλαζόνας 2. (για άλογα) είμαι ατίθασος …   Dictionary of Greek

  • ἀγερώχῳ — ἀγέρωχος high minded masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγέρωχος — η ο (Α ἀγέρωχος, ον) υπεροπτικός, αλαζόνας αρχ. (στον Όμηρο πάντοτε με καλή σημασία) μεγαλόφρων, μεγαλοπρεπής, ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σύνθετο «ἐκ συναρπαγῆς» < ἀ αθροιστ. και τή φρ. «γέρας ἔχειν». ΠΑΡ. ἀγερωχία μσν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”